κάτοικος — inhabitant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοικος — ο, η αυτός που κατοικεί σε κάποιον τόπο: Είναι κάτοικος Πατρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατοικός — κατά ἔοικα as perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) κατά εἰκός like truth perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοίκοις — κάτοικος inhabitant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοίκου — κάτοικος inhabitant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοίκους — κάτοικος inhabitant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοίκων — κάτοικος inhabitant masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοικοι — κάτοικος inhabitant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοικον — κάτοικος inhabitant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… … Dictionary of Greek